λιγάσες

λιγάσες
Κατηγορία ενζύμων που καταλύουν τη σύνδεση δύο μορίων. Στις αντιδράσεις που καταλύονται με λ., εκλύεται ενέργεια από τη διάσπαση της τριφωσφορικής αδενοσίνης (ATP) ή κάποιας άλλης παρόμοιας τριφωσφορικής ομάδας, η οποία χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση της ενζυμικής αντίδρασης. Οι λ. διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε πολλές αναβολικές λειτουργίες, όπως στη βιοσύνθεση των πρωτεϊνών και των λιπών, στον διπλασιασμό του DNA κλπ. Αποκαλούνται επίσης και δεσμάσες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνθετάση — η, Ν (κυρίως στον πληθ.) οι συνθετάσες (βιοχ.) άλλη ονομασία τής ομάδας τών ενζύμων που είναι γνωστά ως λιγάσες …   Dictionary of Greek

  • ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”